< ἐνικρίνω
1 ἐνίλλω >
ἐνιλάσιμος
,
-ον
• Grafía:
graf. ἐνειλ-
benigno
,
clemente
Σεράπις
SB
4116.5 (imper.) (quizá l. εὐιλ-).