ἐνικνέομαι
entrar en, alcanzar c. dat.
τοὺς ἐνικομένους ταῖς ἁλικίαιςIG 9(1).32.16 (Estíride II a.C.)
•adentrarse, penetrar hasta adentro
μανῆς γὰρ οὔσης (τῆς γῆς), ἐνικνεῖται μᾶλλον (τὸ ὕδωρ)Thphr.CP 5.13.1 (cód.).
τοὺς ἐνικομένους ταῖς ἁλικίαιςIG 9(1).32.16 (Estíride II a.C.)
μανῆς γὰρ οὔσης (τῆς γῆς), ἐνικνεῖται μᾶλλον (τὸ ὕδωρ)Thphr.CP 5.13.1 (cód.).