< ἐνῑθύνω
ἐνικλ- >
ἐνικεύθω
guardar
,
cobijar
σορὸς ἥδ' ἐνικεύθει Ἑρμαῖον
TAM
3(1).798 (Termeso II d.C.), cf. ἐγκεύθομαι.