< ἐνθυμημάτιον
ἐνθύμησις >
ἐνθυμηματώδης
,
-ες
ret.
entimemático
,
que consiste en un entimema
ἐνθυμηματώδεις καὶ γνωμολογικὰς τὰς τελευτὰς ποιεῖσθαι
Anaximen.
Rh
.1439
a
6.