< ἐνθρηνέω
ἔνθρηνος >
ἐνθρήνια
,
-ων, τά
colmena
τὰ δὲ σίμβλα αὐτῶν (τῶν μελισσῶν) ἐνθρήνια
Sch.Nic.
Al
.547b (dud., cf. τενθρήνια).