ἐνθρομβόομαι
medic.
1 llenarse de coágulos de sangre
ἡ κύστιςGal.8.409.
2 coagularse la sangre, Orib.Eup.4.39.3,
τὸ αἷμα ... κατὰ τὰ στόματα τῶν ἀγγείων ἐνθρομβούμενονAspasia en Aët.16.72.
ἡ κύστιςGal.8.409.
τὸ αἷμα ... κατὰ τὰ στόματα τῶν ἀγγείων ἐνθρομβούμενονAspasia en Aët.16.72.