ἐνθουσίασις, -εως, ἡ


1 delirio, locura producida por la divinidad αὕτη πασῶν τῶν ἐνθουσιάσεων ἀρίστη Pl.Phdr.249e
posesión, transporte ἐνθουσιάσεις καταψευδόμενοι θεοῦ fingiendo posesiones de un dios ref. a los adivinos, Ph.2.344, τὰ θεῖα τεκμήρια τῆς ἀληθινῆς ἐνθουσιάσεως Iambl.Myst.3.6, cf. 5, αἱ φαντασιώδεις τοῦ Ὤρου ἐνθουσιάσεις Epiph.Const.Exp.Fid.11.

2 entusiasmo γενομένης δὲ μεγάλης ἐνθουσιάσεως περὶ τοῦτο τὸ μέρος ref. a la caza, Plb.31.29.7.