ἐνθετικός, -ή, -όν
1 de la ingesta
ἡ ἐνθετικὴ τῶν σιτίων προθυμίαel deseo de ingerir alimentos Orib.Ec.73.8.
2 subst. τὸ ἐ. aplicación c. gen.
τὸ δὲ τῶν ὑγιῶς ἐχουσῶν (δοξῶν) ἐνθετικόνStob.2.7.2.
ἡ ἐνθετικὴ τῶν σιτίων προθυμίαel deseo de ingerir alimentos Orib.Ec.73.8.
τὸ δὲ τῶν ὑγιῶς ἐχουσῶν (δοξῶν) ἐνθετικόνStob.2.7.2.