< ἐνθεματισμός
ἐνθεμέλιος >
ἐνθεμελιόομαι
cimentarse
fig.
ἀλήθεια ᾗ ἐνθεμελιοῦνται αἱ κνῆμαι ... τῆς ἐκκλησίας
Gr.Nyss.
Hom.in Cant
.417.14.