ἐνθεματίζω
1 bot. injertar
τὰ τοιαῦτα (γένη)Gp.10.23.4,
εἰ δέ τις τὰ ἀππίδια ἐνθεματίσει εἰς συκάμινονGp.10.76.2, en v. pas. Gp.10.76.1.
2 introducir, aplicar
κολλύρας τρεῖςAfric.Cest.1.12.19 (cód.),
ταύτην (sc. ψηφῖδα) εἰς γῆνEpiph.Const.Haer.76.26.12.