< ἐνθάκησις
ἐνθαλάμιον >
ἐνθαλαμεύομαι
alojarse
,
estar incrustado
(λίθος) ᾧ ἡ βήρυλλος ἐνθαλαμεύεται
Eust.
in D.P
.1010.