ἐνηλόω


clavar, sujetar mediante clavos solo en v. pas. ὁ διδάσκαλος αὐτῶν σταυρῷ ἐνηλώθη Origenes Cels.6.34, cf. 36, ψαλίδες σιδηραῖ ἐνηλωμέναι τοῖς πλευροῖς Orib.49.21.8, cf. Hero Bel.76.6, fig. τοῖς χαμαιζήλοις πράγμασιν ἐνηλούμενοι Ammon.Mat.M.85.1385C, cf. Rom.Mel.22.proem.1.