ἐνείρω
1 insertar, introducir c. ac. y giro prep. de lugar
ἐνείραντα τὸν πῆχυν μεσηγὺ τῶν μηρῶνHp.Art.70,
ἐς τὴν μήλην τὴν ἀρχὴν τοῦ ὠμολίνουHp.Fist.4,
χρίσας τὴν χεῖρα ... ἔπειτα ἐνείρας ἐς τὴν μήτρηνHp.Superf.7,
ἐνείρετε χεῖρας ... ἐς σφαίρας κυλίκωνDionys.Eleg.2.4, cf. en v. pas., Eust.782.28
•fig.
τὰς δόξαςPhilostr.VA 6.21.
2 ensartar, hacer pasar por c. ac. y dat. de lugar
ἐνείρας τῷ ἀγκίστρῳ καρίδαAel.NA 1.15,
ἁρπεδόνι τὰ κρέαPar.Vat.61,
τὴν ῥίζαν ... λίνῳDsc.2.166,
ἐνεῖραν (πεύκῃ) σφῆναςBabr.38.2, c. giro prep.
(τὸ λίνον) εἰς τὰ τρυπήματαAen.Tact.31.18, cf. Thphr.HP 9.9.1, en v. pas.
ῥαφανὶς ἐνειρομένη ἐφ' ὁλοσχοίνουThphr.HP 9.12.1, cf. Eust.1289.52.
3 bordar
πέπλῳ χρυσᾶ ... γράμματαPhilostr.VA 3.8.
4 atar
χρυσᾶς τὰς ἁλύσεις αὖθις ἐνείροντεςHld.9.2.1
•fig.
δέρμα καὶ κρέας με ἐνέδυσας, ὀστέοις καὶ νεύροις με ἐνεῖραςme revestiste de piel y carne y con huesos y nervios me sujetaste LXX Ib.10.11.