< ἐνεχυρίασις
ἐνεχυριασμός >
ἐνεχυρίασμα
,
-ματος, τό
prenda
,
garantía
,
PHamb
.10.42 (II d.C.),
ἐδόθης ἐ. τῷ ὄφει
Mart.Phil.V
9.