ἐνετή, -ῆς, ἡ


fíbula, broche χρυσείῃς δ' ἐνετῇσι κατὰ στῆθος περονᾶτο Il.14.180, cf. Call.Fr.253.11, IG 22.3606.23 (II d.C.).
• Etimología: Der. verbal de ἐνίημι, v. ἵημι.