ἐνερεύγω
• Morfología: [aor. sg. 3a ἐνήρυγεν Ar.V.913, med. part. ἐνερευξάμενος Clem.Al.Paed.3.2.5]
1 en v. act. regoldar, eructar
ἔμοιγέ ... τυροῦ κάκιστον ... ἐνήρυγενAr.l.c.
2 en v. med. vomitar
ταῖς κύλιξινPh.2.478
•escupir
ἀμείλικτον γυίοις ἐνερεύγεται ἰόνNic.Th.185, fig.
τὸν ἑαυτοῦ τῆς πλάνης ... ἰόνClem.Al.l.c.