ἐνεργής, -ές
• Morfología: [sg. ac. ἐνεργέα Ecphant.Pyth.Hell.82.13]
A
Πεισίστρατος ... τὴν τε χώραν ἐνεργεστέραν καὶ τὴν πόλιν ἠρεμαιοτέραν ἐποίησενThphr.Fr.99,
γῆPOxy.3205.6 (III/IV d.C.)
•fig.
ὅπως καὶ τὸ διὰ Ἡσαΐου εἰρημένον καρπὸν ἐνεργῆ ἔχῃIust.Phil.Dial.102.5.
2 eficaz, efectivo de cosas
ἐνεργῆ δέ σοι τὰ βέλη πάντα ἔστω καὶ οἱ κριοὶ ... εἰς τοὺς προσήκοντας τόπουςPh.Mech.98.42,
πάσας τὰς μηχανὰς ἐνεργεῖς ποιοῦντεςD.S.17.44, cf. 1Ep.Cor.16.9, Plu.2.1010e,
τοῦτο τὸ μύρον δὸς ἐνεργὲς γενέσθαι ἐπὶ τῷ βαπτιζομένῳConst.App.7.44.2, frec. en medic. de fármacos, Anon.Med. en POxy.1088.56, Gal.13.1046, Dsc.5.88.4, Aët.1.193, Orib.13.ψ, Hippiatr.Cant.3.7,
δύναμιν ... ἔχει ἐνεργεστάτην ὁ ὀπόςDsc.1.19.4, cf. Thessal.163.5
•de abstr.
ὁ δὲ συλλογισμὸς ... πρὸς τοὺς ἀντιλογικοὺς ἐνεργέστερον (ἐστι)Arist.Top.105a19,
κατασκευήCharito 1.4.1,
οἱ κύνες τὴν αἴσθησιν τῆς ὀσφρήσεως ἐνεργεστέραν ἔχουσινSch.Er.Il.1.50c, cf. Ep.Philem.6, Artem.4.proem., Plot.4.4.8, Iust.Phil.Dial.96.2
•en magia
ὁρκίζω σε ... ποιῆσαι αὐτὸν (τὸν κατάδεσμον) ἐνεργῆSuppl.Mag.54.32, cf. PMag.4.2976, 12.202.
3 activo, con capacidad de actuar de pers.
ὁ πατὴρ ... πότε οὐκ ἦν ἐ.Gr.Nyss.Ar.et Sab.75.11, de los dioses o sus imágenes, Clem.Al.Prot.4.50,
τῇ ἐνεργεστάτῃ θεῷ [ἈρτέμιδιSEG 51.1579.21 (Éfeso III d.C.)
•de abstr.
βίοςEcphant.l.c., Iust.Phil.Dial.88.8,
ἡ ... ἐκ τοῦ ὁρᾶν διάθεσις ἐνεργεστάτη ἐστίνA.D.Synt.291.9,
ἡ πίστιςAth.Al.V.Anton.78.2.
4 astrol. activo, que ejerce un influjo
οἱ χρόνοι οὗτοιVett.Val.223.21, cf. 324.1, Heph.Astr.3.5.71.
II c. valor de intensidad
1 enérgico, intenso, encarnizado
ἡ ναυμαχίαPlb.16.14.5, cf. 11.23.2, D.S.17.22
•de anim. que rebosa energía, fogoso
τὸ ... ζῷον τοῦτο (ὁ τράγος) ... πρὸς τὰς συνουσίας ... ἐνεργέστατονD.S.1.88,
ἵπποιSch.Lyc.523.
2 ret. vívido, lleno de energía Demetr.Eloc.266
•intenso
ἐνεργέστερα ... τὰ σίνη καὶ τὰ πάθη γενήσεταιVett.Val.106.5, cf. Doroth.361.12.
B adv. -ῶς, v. ἐνεργός B.