ἐνεργάζομαι


I tr.

1 c. ac. de abstr. producir, provocar, causar

a) c. ac. y dat. o giro prep. c. ἐν: πολλοῖς ... ἔρωτα Gorg.B 11.18, cf. LXX 2Ma.14.40, δέος ... ἐνεργάζονται τοῖς πολίταις D.60.25, cf. D.H.7.65, τοῖς ἄλλοις μοχθηρὰς συνηθείας D.61.3, πῶς τοῦτο ἐνεργάζῃ τοῖς ἀνδριᾶσιν; X.Mem.3.10.6, cf. Agatharch.21, D.S.10.8, Iust.Phil.Qu.et Resp.M.6.1297B, τοῖς σώμασι πάθη καὶ μεταβολάς Plu.2.946b, cf. Ph.2.315, ἡ ... φορὰ τῆς τοξίτιδος ... ἐνεργάζεται τῷ βέλει κίνησιν Ph.Bel.68.41, ὅσα ... ἀνειλήματα ἐνεργάζονται ἐν τῷ σώματι Hp.VM 22 (cód.), ταὐτὸ γὰρ αἴτιον ἐν ἅπασιν ταὐτὸν πέφυκεν ἐνεργάζεσθαι Isoc.15.230, cf. Plb.6.11a.7, Ath.Al.V.Anton.7.5, ἐν τῇ πόλει ... τῶν ... ἀναγκαίων ἔνδειαν Ath.214c;

b) sólo c. ac. ἔκπληξιν Pl.Phlb.47a, δόξαν ἀντὶ δόξης τὴν μὲν ἀφελόμενοι τὴν δ' ἐνεργασάμενοι Gorg.B 11.13, ἀπορίαν Thphr.Metaph.8b.14, ἐπιστήμην Chrysipp.Stoic.2.39, πρᾶγμα Aristeas 130, cf. I.BI 6.33, Gal.in Pl.Ti.17.15, Plu.2.1049d, Plot.6.2.15, Porph.Sent.32.

2 infundir, introducir τὸ πείθεσθαι τοῖς νόμοις ... ἐνειργάσατο αὐτῇ (τῇ Σπάρτῃ) (Licurgo) infundió en ella (en Esparta) la obediencia a las leyes X.Mem.4.4.15.

3 crear, fabricar sólo en v. pas., c. suj. de cosa εἰ μὴ γλῶττα τούτων γνώμων ἐνειργάσθη si no hubiese sido creada la lengua para discernir entre éstos (los sabores), X.Mem.1.4.5, θρόνος ἀνδρός ἐστιν ἐνειργασμένος ὄρους λιθώδει προβολῇ hay un asiento de hombre modelado en un saliente rocoso de la montaña Paus.1.35.7, cf. Philost.HE 7.14.

II intr., c. suj. de pers. trabajar, ganarse la vida en c. dat. ἐνεργαζόμενοι ... τῇ τοῦ Ἀρχιάδου οὐσίᾳ D.44.23, διὰ δέ τινων ἁλιέων τῶν ἐνειργασμένων τοῖς τόποις Plb.10.8.7, c. ἐν y dat. Κλεογένης ... Ἀλεῖος ἐν Ἀμ[φ]ίσσαι ἐνεργα[ζ]όμενος IG 92.721C.3 (Calión II a.C.)
abs. αἱ ἐνεργαζόμεναι παιδίσκαι ref. a prostitutas, Hdt.1.93, οἱ δημαγωγοὶ τότε μάλιστα ἐνεργάζονται, ὅταν τὰς πατρίδας εἰς στάσεις περιάγωσιν los demagogos cuando más ganancia obtienen es cuando conducen a su patria a revoluciones Aesop.26.