< ἐνεπινοέω
ἐνεπίπεδος >
ἐνεπιορκέω
jurar en falso
Aeschin.3.150
•
en v. pas.
ser víctima de perjurio
ἐνεπιορκηθῆτε ἀπὸ τῶν μαρτύρων
Themist.
Ep
.8.