ἐνεπιδείκνυμαι


1 mostrar, manifestar, hacer gala de c. ac. de abstr. οἷς (πράγμασι) σύνεσιν καὶ εὐβουλίαν ἐνεπιδείξεται Ph.1.398, πραότητα ... ἐνεπιδείξασθαι ταῖς ἔχθραις Plu.2.90e, τὴν σοφίαν Eus.Hierocl.26.14.

2 exhibirse Thphr.Char.5.10
hacerse notar, quedar en evidencia ἵνα μὴ ... ἐνεπιδείκνυσθαι δοκῇ Ph.2.28, cf. Lib.Decl.16.28.