< ἐνενηκονταεξάπηχυς
ἐνενηκονταμερίς >
ἐνενηκονταετής
,
-ές
• Alolema(s):
-έτης
D.H.6.21
de noventa años
de edad
, LXX 2
Ma
.6.24, Luc.
DMort
.22.7, D.H.l.c., Artem.2.70; cf. tb. ἐνενηκοντούτης.