ἐνεμέω
vomitar en, sobre c. ἐς y ac.
ἐς τὸν (ποδανιπτῆρα) ... ἐνεμέειν καὶ ἐνουρέεινHdt.2.172, fig.
Πιερίδεσσιν ἐνήμεσε ... ἀπλυσίην ἐλέγωνAP 7.377 (Eryc.).
ἐς τὸν (ποδανιπτῆρα) ... ἐνεμέειν καὶ ἐνουρέεινHdt.2.172, fig.
Πιερίδεσσιν ἐνήμεσε ... ἀπλυσίην ἐλέγωνAP 7.377 (Eryc.).