ἐνεμποδίζω


1 impedir, retardar (ἡ λύπη) ἐνεμπόδισεν αὐτὸν νοῆσαι τὸ θεώρημα Anon.in EN 452.25.

2 demorar, detener en v. pas. ἐνεμποδίσθη παρὰ τοῦ Βελίαρ T.Sal.D 1.5.