ἐνειμένος, -η, -ον


cubierto de, vestido con c. rég. de ac. ἐπὶ τῶν παραχρῆμα ἐσθῆτας ἐνειμένων Diogenian.1.5.20, cf. Apostol.8.88, Διόνυσον ... αἰγέαν ἐνειμένον μέλαιναν Et.Gen.α 1576.