ἐνεθίζω


1 tr. habituar, acostumbrar a c. ac. y constr. prep. o dat. τοὺς παρακολουθοῦντας τοῦ θείου τούτου κάλλους πρὸς τὴν ὁμοίαν τῆς ψυχῆς κατάστασιν Ptol.Alm.1.1, τὸν πῶλον ὁδῷ λιθώδει Poll.1.200, αὐτοὺς ... τῇ ὠμότητι Nil.Narr.5.9.

2 intr. en v. med.-pas. habituarse, acostumbrarse a c. dat. ἐνεθισθεῖσα ἡμῶν ἡ ψυχὴ τοῖς συμβεβηκόσι Origenes Io.6.2.10, οἱ ... ἐνεθισθέντες τῇ ἀγορᾷ Basil.Ep.150.1, τὸν ἐνεθισθέντα τῷ σκότει ὀφθαλμόν Nil.in Cant.68.3, οἱ νόμῳ καὶ παιδείᾳ ἐντραφέντες καὶ ἐνεθισθέντες Anon.in Rh.45.12, cf. 61.27, c. inf. ἐνεθίζεσθαι κυβιστᾶν Eust.1083.50
en perf. med. estar acostumbrado a ταῖς παρατηρήσεσιν Ptol.Tetr.1.2.8, ἄλλοις πολιτεύμασιν D.L.3.23, τῷ πολέμῳ Porph.ad Il.222.20, ὑγρῷ καὶ χειμερίῳ ἀέρι Hdn.6.6.2, σκληρῷ τε βίῳ καὶ τραχεῖ Io.Ant.Fr.Hist.206.19.