< ἐνεδρευστικός
ἐνεδρευτής >
ἐνεδρεύτειρα
,
-ας, ἡ
la emboscada
,
la que acecha
oculta ref. la muerte
πικρά τις ἐ. ... θανάτου δίκτυα πλεξαμένη
SEG
27.436 (Mar Negro I a.C.).