< ἐνεγκ-
ἐνεγλαυκώς· >
ἐνεγκλίνω
gram.
hacer enclítico
en v. pas.
καὶ εἴ τινες ἄλλαι (ἀντωνυμίαι) ... ἐνεγκλίθησαν παραλόγως
Arc.144, cf.
Et.Gud
.439.35.