< ἐνδωρότερον·
ἐνεάζω >
ἐνδωσείω
estar dispuesto a ceder
D.C.46.37.1, c. dat.
οὐδέν τι μᾶλλον ἐνδωσείοντες τῇ πολιορκίᾳ
Agath.1.9.5.