ἐνδυτήριος, -α, -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
que viste, que envuelve
πέπλοιSch.Il.18.595c, Et.Gud.s.u. ἑανόν
•subst. τὸ ἐ. envoltura, túnica
χιτών σ' ἄπειρος, ἐ. κακῶνS.Fr.526.
πέπλοιSch.Il.18.595c, Et.Gud.s.u. ἑανόν
χιτών σ' ἄπειρος, ἐ. κακῶνS.Fr.526.