< ἐνδυναμάομαι
ἐνδύναμος >
ἐνδυναμία
,
-ας, ἡ
refuerzo
,
fortalecimiento
εἰς θωρακισμὸν ἑαυτοῦ καὶ ἐνδυναμίαν
Epiph.Const.
Haer
.66.46.2.