< ἐνδουπέω
ἐνδόφορος >
ἐνδουχία
,
-ας, ἡ
enseres
o
mobiliario doméstico
εἰ μὴ τὴν ἐνδουχίαν ἀπέδοντο καὶ τὰ σώματα καὶ ... τινὰς τῶν κτήσεων
Plb.18.35.6.