< ἐνδοξότης
ἐνδόπυρος >
ἐνδοπᾰγής
,
-ές
interiormente fijado
del cosmos
ἐνδοπαγῆ ξύμπαντα λαχὼν ἔντοσθεν ἀείρει
Io.Gaz.2.269.