ἐνδοξασμός, -οῦ, ὁ


glorificación, alabanza c. gen. obj. τοῦ κυρίου Al.Is.24.14, Thdt.Is.7.244, ἐ. ἦν τοῦ Σωτῆρος ἡ τῆς Ἐκκλησίας αὔξησις Eus.M.23.408C, cf. Sm.Ps.45.4.