< ἐνδιαιτητήριον
ἐνδιακειμένως >
ἐνδιάκειμαι
estar colocado
,
estar incrustado
de piedras preciosas
ἐνδιέκειντο δὲ ταῖς σχοινίσιν τῆς τορείας λίθοι πολυτελεῖς
I.
AI
12.66.