ἐνδιαιτάομαι
1 vivir, habitar c. suj. de pers. o anim.
ὄφιν μέγαν ... ἐνδιαιτᾶσθαι ἐν τῷ ἱρῷHdt.8.41,
ὅπως (οἰκία) ἡδίστη τε ἐνδιαιτᾶσθαι καὶ χρησιμωτάτη ἔσταιX.Mem.3.8.8, cf. Crates Theb.SHell.364.3, I.AI 3.300,
ὡς ἐν οἰκητηρίοιςPosidon.62a,
ὄρνις ... ἀεὶ τῇ θαλάττῃ ἐνδιατωμένηAesop.25.3
•fig. c. suj. de abstr. habitar, permanecer
ἄγραφος μνήμη παρ' ἑκάστῳ ... ἐνδιαιτᾶταιTh.2.43,
τὴν ἐπίνοιαν αὐτῆς ἐνδιαιτᾶσθαι καὶ συμβιοῦν ἡμῖνPlu.2.608e, cf. Lib.Or.64.116,
τὴν ψυχὴν τοῦ ἐρῶντος ἐνδιαιτᾶσθαι τῇ τοῦ ἐρωμένουPlu.2.759c,
τῷ θεῷ ... ἐνδιαιτᾶσθαι δεῖ τὸ ἅγιον πνεῦμαDion.Rom. en Ath.Al.Decr.26, cf. Cyr.Al.Mt.163.18, Synes.Regn.29,
ἐν ᾧ (κόσμῳ) ψυχὴ ἐνδιαιτᾶταιPlot.4.8.2.
2 permanecer, residir temporalmente
τῇ ῬώμῃI.AI 17.84,
καθ' ἃς (ἡμέρας) ἐνδιαιτᾶσθαι τῷ ναῷ τοῖς μὴ ἱερωμένοις ἀπηγόρευτοHld.8.3.5.