ἐνδιαβάλλω


1 denigrar, acusar falazmente, calumniar c. ac. de pers. ἀφικνεῖται πρὸς Καμβύσην ἐνδιαβάλλων τὸν ἀδελφὸν ... ὡς ἐπιβουλεύοντα αὐτῷ Ctes.13 (p.460.15), ἀντὶ τοῦ ἀγαπᾶν με ἐνδιέβαλλόν με LXX Ps.108.4, cf. Iren.Lugd.Haer.4.20.12, τοὺς ἐξηγητάς Eus.HE 6.19.2, en v. pas. ὁ ἐνδιαβαλλόμενος Luc.Cal.24.

2 desviar, apartar de un propósito o intención ἀνέστη ὁ ἄγγελος τοῦ θεοῦ ἐνδιαβάλλειν αὐτόν LXX Nu.22.22.