< ἐνδεδιωκότα
ἐνδέημα >
ἐνδεδομένως
• Grafía:
graf. ἐνδιδ- Phot., Sud.s.u.
ὑφειμένως
adv. sobre el part. perf. pas. de ἐνδίδωμι
sumisamente
glos. a ὑφειμένως
Hsch.
υ
905, Sud.l.c., Phot.l.c.