ἐνδαψιλεύομαι
I tr. dar en abundancia
κτήνεσι νομήνHld.8.14.3,
διαρκῆ οὖρονEust.1535.66.
II intr.
1 en cont. de lengua ser abundante en, abundar en c. dat.
ταῖς λοιδορίαιςGr.Nyss.Eun.1.88, cf. Pss.49.21,
ταῖς ἀρνητικαῖς ... φωναῖςGr.Nyss.Eun.3.8.36,
τῇ ποιήσειEust.1382.23.
2 ref. al tiempo prolongarse, extenderse
ὀλίγης πρὸς τὸ πέρας ... ἐνδαψιλευομένης παραδρομῆς ἡμερῶνMen.Prot.23.1.35, cf. Oecum.Apoc.12.277,
καιρόςEust.348.5.