< ἐνδαμ-
ἐνδαναία· >
ἐνδαμάζω
doblegar
,
someter
en v. pas.
διὰ τὸ μὴ πεφυκέναι αὐτὸν ἐνδαμάζεσθαι σιδήρῳ
del diamante
, Steph.
in Hp.Aph
.1.222.24.