ἐναίσιος, -ον
1 condigno, adecuado
ὕβριζ' ὑβρισμοὺς οὐκ ἐναισίους ἐμοίA.Fr.179,
μέληAristid.Quint.91.30.
2 de pers. y lugares propicio, favorable
ἐναισίου δὲ σοῦ τύχοιμιS.OC 1482,
(τόποι) ἀλλόκοτοί ... καὶ ἐναίσιοιPl.Lg.747d.
3 mánt. auspicioso, de buen augurio
op. ἐξαίσιοςD.C.38.13.4.