ἐναφανίζω
I tr.
1 hacer imperceptible, borrar, anular
τοῖς βελτίοσιν ἐναφανίζουσα τὰ χείρωborrando las cosas peores con las mejores Plu.Dem.22, cf. 2.1099d, en v. pas.
τἀμυδρὰ φέγγη ἐναφανίζεται τῷ ἡλίῳLongin.17.2,
τὸ δ' ὀλίγον θάρσος ἀτολμίας ἐναφανίζεται περιουσίᾳPh.2.118, del pulso
ταῖς ἀντιβάσεσιν ἐναφανιζόμενονAgathin. en Gal.8.936,
(οὐ) αὐτῇ τὸ φιλάδελφον ἐνηφανίσθηPlu.2.489a, cf. Hippol.Haer.1.20.4.
2 echar a perder
τὴν ἐμαυτοῦ νεότητα ἐναφανίσας τῇ ματαιοπονίᾳBasil.Ep.223.2, en v. pas.
ἐναφανισθῆναι τῷ πελάγει τῆς ἁμαρτίαςNil.M.79.372C.
II intr., en v. med.
1 resultar imperceptible
ἐν γὰρ τοῖς μεγάλοις ἐναφανίζεται τὰ οὕτω μικράpues en las grandes (dimensiones) resultan imperceptibles tan pequeñas (irregularidades), Str.1.3.3,
(νοῦς) μήτε τούτοις ἐναφανιζομένηen las hormigas, Plu.2.968b.
2 disiparse
τὸ ἔνυλον ἐναφανίζεται ... τῇ τῶν ὅλων οὐσίᾳM.Ant.7.10.