ἐναυξάνω
1 acrecentar, incrementar
(οἱ πόνοι) ἐπιθυμίαν δ' ἀρετῆς ἐνηύξησανX.Cyn.12.9.
2 intr., en v. med.-pas. crecer, acrecentarse c. dat. de limitación
ἐναυξηθέντες τῇ δυσχερείᾳ τοῦ βίουThem.Or.6.81b,
(τρυφῇ) ἐναυξηθέντεςHdn.2.10.6,
ταύτῃ ἐνηυξήθη τῇ πίστειGr.Nyss.Flacill.489.15.