ἐνασχολέω
1 ocupar, emplear, entretener c. ac. y dat.
θεάμασι ἀτόποις τὰς ὄψειςBasil.M.30.389B, cf. Gr.Naz.Ep.33.3,
οὐ γὰρ ἠθέλησε μιᾶς τινός που πόλεως ἁλώσει τὸν λόγον ἐνασχολῆσαιEust.777.6, en v. pas.
τοῖς μαθήμασι ... ἐνασχοληθέντεςPhlp.in GC 26.23, cf. Basil.M.30.128C, c. prep.
ἐν τούτοιςMen.Prot.18.6.41,
ἐς ... τι τῶν χρησίμωνAgath.5.21.4.
2 en v. med. ocuparse, emplearse, dedicarse
(φησιν) περὶ τὴν συλλογὴν ἐνασχολεῖσθαιdice que se dedicaron a la recolección Phlp.in Mete.18.1,
ἐνατενῶς ἐνασχολεῖσθαι τοῖς μεταρσίοιςCat.Apoc.8.12 (p.292.12).