< ἐνασπάζομαι
ἐνασπῐδόομαι >
ἐνασπίδιος
,
-ον
sobre un escudo
,
sobre clípeo
εἰκόνας δύο [ἐπ]ιχρύσους ἐνασπιδ[ίους
SEG
6.58.27 (Ancira II d.C.).