< ἐνάριθμος
ἐνᾱριστάω >
ἐναρίμβροτος
,
-ον
• Prosodia:
[-ᾰ-]
matador de hombres
Μέμνων
Pi.
P
.6.30, cf. Eust.356.19,
μάχα
Pi.
I
.8.53,
αἰχμή
Eust.243.43.