< ἐναρκτικός
ἐναρμόζω >
ἐναρμογή
,
-ῆς, ἡ
ajuste
,
encaje
de un tubo quirúrgico
τούτου (τοῦ καλάμου) τὴν ἐναρμογὴν ὡς μηδεμίαν εἶναι παραπνοήν
Antyll. en Orib.10.19.4.