ἐναριθμέω
• Prosodia: [-ῐ- E.Or.623]
1 contar, incluir en o entre c. ac. y dat.
ὑγίειαν ... τοῖς ἀγαθοῖςChrysipp.Stoic.3.36.2,
ἐναριθμῆσαι κἀμὲ τοῖς ἄλλοις φίλοιςLuc.Symp.22,
θηρσὶν ὑμᾶς δεινοῖςA.Andr.Gr.56.9,
καταχθονίοις ... τὸν ἈπόστολονGr.Nyss.M.46.72B, cf. Basil.Ep.240.3, en v. pas.
τὴν ἡδονὴν ἐναριθμεῖσθαι τοῖς ἀγαθοῖςArist.MM 1204a23,
αἳ (κορῶναι) μήτε περιστεραῖς μήτε κόραξιν ἐναριθμοῖντο ἄνLuc.Eun.8
•c. giro prep.
ποιότητας ... ἐν αὐτῇ ... ἐνηριθμήσαμενPlot.6.3.16, en v. pas.
εἰς τὰ σὰ πρόβαταA.Thom.A 59,
ἐναριθμηθῆναί με μετὰ πάντων τῶν εὐεργετηθέντωνPOxy.2479.27 (VI d.C.).
2 tener en consideración, tener en cuenta, valorar
ὑμᾶς ἴσα καὶ τὸ μηδὲν ζώσας ἐναριθμῶvaloro vuestras vidas como igual a nada S.OT 1188, en v. pas.
μὴ ἐναριθμουμένου «τοῦ ἐν ἀρχῇ»e.d. violando la regla que proscribe la petitio principii Arist.SE 170a8
•en v. med. mismo sent.
εἰ τοὐμὸν ἔχθος ἐναριθμῇ κῆδός τ' ἐμόνE.l.c.