ἐναπόλλυμαι
perecer en, morir en un lugar, X.HG 3.1.4, c. dat., fig.
τῇ ματαιότητι τῶν ἀνυπάρκτων ἐναπολλύμενονGr.Nyss.Hom.in Eccl.305.11,
τῷ ἀέριdicho de la palabra, Basil.M.31.477A.
τῇ ματαιότητι τῶν ἀνυπάρκτων ἐναπολλύμενονGr.Nyss.Hom.in Eccl.305.11,
τῷ ἀέριdicho de la palabra, Basil.M.31.477A.