< ἐναποθέρομαι·
ἐναπόθετος >
ἐναπόθεσις
,
-εως, ἡ
almacenamiento
,
depósito
καταλήψεων
Chrysipp.
Stoic
.2.30.43,
τῆς αὐτοῦ ποιότητός τε καὶ δυνάμεως
Gal.5.707.