ἐναποχράομαι


servirse abusivamente, abusar de c. dat. ἐναποχρῶνται τῇ ὑμετέρᾳ ῥᾳθυμίᾳ D.17.23
abs. cometer malversación ἐναπεχρήσαντο οἱ σιτολ[ό]γοι PAmh.79.25, cf. 33 (II d.C.).